- φάηκες
- φάηκες· ὀφθαλμοί, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φάηκες — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὀφθαλμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχετίζεται πιθ. με τον τ. φακός] … Dictionary of Greek